- φιλόδωρος
- φιλόδωροςbountifulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόδωρος — ον, Α 1. γενναιόδωρος 2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.) 3. αυτός που τού αρέσει να παίρνει δώρα 4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ… … Dictionary of Greek
φιλοδωρότατον — φιλόδωρος bountiful masc acc superl sg φιλόδωρος bountiful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδώρως — φιλόδωρος bountiful adverbial φιλόδωρος bountiful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδωρον — φιλόδωρος bountiful masc/fem acc sg φιλόδωρος bountiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδωροτάτη — φιλόδωρος bountiful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδωρότατος — φιλόδωρος bountiful masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδώρου — φιλόδωρος bountiful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδώρους — φιλόδωρος bountiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδώρῳ — φιλόδωρος bountiful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδωρα — φιλόδωρος bountiful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)